- σόλα
- η(λ. ιταλ.), το κάτω μέρος του παπουτσιού: Τρύπησαν οι σόλες των παπουτσιών του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σόλα — η, Ν πέλμα υποδήματος από χοντρό δέρμα, κάττυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. sola < λατ. solea «σάνδαλο»] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
σολόδερμα — το, Ν 1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα 2. σόλα 3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα] … Dictionary of Greek
βάρδουλο — το λουρίδα δέρματος γύρω στο πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
δίπελμος — δίπελμος, ον (Α) (για υποδήματα) με διπλό πέλμα, με διπλή σόλα … Dictionary of Greek
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
λιμναία — (Limnaea). Γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των λιμναιιδών, της υφομοταξίας των πνευμονοφόρων. Το όστρακό τους, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από γκρίζο έως καστανό, έχει μήκος 4 6 εκ., κωνικό σχήμα και παρουσιάζει 5 7 σπείρες. Ο πόδας … Dictionary of Greek
νεασπάτωτος — νεασπάτωτος, ον (Α) (για υπόδημα) αυτός που έχει νέο πέλμα, νέα σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + σπάτος, βοιωτ. τ. «δέρμα»] … Dictionary of Greek
πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… … Dictionary of Greek